- επιτερπής
- ἐπιτερπής, -ές (Α) [επιτέρπομαι]1. ευχάριστος, τερπνός, που παρέχει τέρψη («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», Πλάτ.)2. αυτός που η θέα του προκαλεί ευχαρίστηση («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», Διόδ.)3. ο έκδοτος στις ηδονές.επίρρ...ἐπιτερπῶς (Α)τερπνά, ευχάριστα.
Dictionary of Greek. 2013.